- τετράετα
- τετράετα [ᾱ], τά, (ἀετός IV) a form of vaulting, consisting of four triangular surfaces, Arch.Anz.19.8 (Milet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράετα — τὰ, Α τύπος αψίδας που αποτελούνταν από τέσσερεις τριγωνικές επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἀετός «αέτωμα»] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek